- παρασκευαστικῇ
- παρασκευαστικόςskilled in providingfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασκευαστική — παρασκευαστικός skilled in providing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
παρασκευαστικός — ή, ό / παρασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [παρασκευάζω] ο ικανός, ο έμπειρος στο να προετοιμάζει κάτι αρχ. 1. προπαρασκευαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρασκευαστικόν σύνθημα που δινόταν σε ομάδα ανδρών ώστε να προετοιμαστούν για πορεία 3. φρ.… … Dictionary of Greek